φορμαλιστής — ο θηλ. ίστρια (λογοτ.), ο οπαδός του φορμαλισμού (βλ. λ.), αυτός που δίνει μεγάλη σημασία στη μορφή και παραμελεί την ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
τυπολάτρης — ο, θηλ. τυπολάτρισσα, Ν ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους εις βάρος τής ουσίας, φορμαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. τυπολάτραι, μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
φορμαλιστικός — ή, ό, Ν [φορμαλιστής] 1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό 2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός» (φιλοσ.) άλλη ονομασία τού υπερβατικού ιδεαλισμού. επίρρ... φορμαλιστικά Ν με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη τού φορμαλισμού … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek